- ανακρεμώ
- ανακρεμώ και ανακρεμνώ και ανακρεμάζω -ασα, -άστηκα, -ασμένος1. σηκώνω και κρεμώ κάτι ψηλά: Τα σύννεφα είχαν ανακρεμαστεί πάνω και γύρω τους.2. (για τον καιρό), κλίνω στη βροχή: Από το πρωί σήμερα ο καιρός ανακρεμά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.